- εὐήρετμος
- εὐήρετμος, ον, ([etym.] ἐρετμόν)A well fitted to the oar,
σκαλμός A.Pers. 376
.2 well-rowed,πλάτα S.OC716
(lyr.);ναῦς E.Ion1160
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαλμός A.Pers. 376
.πλάτα S.OC716
(lyr.);ναῦς E.Ion1160
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευήρετμος — εὐήρετμος, ον (Α) 1. ο καλά προσαρμοσμένος στο κουπί («εὐήρετμος σκαλμός», Αισχύλ.) 2. (για πλοίο) αυτός που κωπηλατείται καλά («εὐήρετμος ναῡς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερετ μόν «κουπί» (από την ίδια ρίζα με το ερέτης «κωπηλάτης»). Το η λόγω… … Dictionary of Greek
εὐήρετμος — well fitted to the oar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήρετμον — εὐήρετμος well fitted to the oar masc/fem acc sg εὐήρετμος well fitted to the oar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηρέτμους — εὐήρετμος well fitted to the oar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek